- μεγαλωπός
- (I)μεγαλωπός, -όν (Μ)αρκετά μεγάλος μεγαλούτσικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάλος + κατάλ. -ωπός*].————————(II)μεγαλωπός, -όν (Α)αυτός που έχει μεγάλα μάτια, μεγαλόφθαλμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + -ωπός (< ὄψις), πρβλ. ευρ-ωπός].
Dictionary of Greek. 2013.